ξανθοκομος

ξανθοκομος
    ξανθόκομος
    2
    Theocr. v. l. = ξανθοκόμης См. ξανθοκομης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξανθοκομος" в других словарях:

  • ξανθόκομος — ξανθόκομος, ον (Α) (δ. γρφ·) ξανθοκόμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ξανθοκόμης] …   Dictionary of Greek

  • δαφνόκομος — δαφνόκομος, ον (Α) στεφανωμένος με δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)] …   Dictionary of Greek

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • ουλοξανθόκομος — οὐλοξανθόκομος, ον (Μ) αυτός που έχει κατσαρά ξανθά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ξανθόκομος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»